- νώνυμον
- νώνυμοςn(emasc/fem acc sgνώνυμοςn(eneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νώνυμ(ν)ος — νώνυμ(ν)ος, ον (Α) 1. ανώνυμος, αφανής, άσημος («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον ὀπίσσω θῆκαν», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που δεν έχει όνομα, ανώνυμος 3. αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῡς νώνυμος ἠέλιος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek